- φιλόσιτον
- φιλόσῑτον , φιλόσιτοςfond of cornmasc/fem acc sgφιλόσῑτον , φιλόσιτοςfond of cornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόσιτος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσουν τα σιτηρά 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει («οὐδὲ φιλόσιτον, ἀλλὰ κακόσιτον εἶναι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σῖτος (πρβλ. μετριό σιτος)] … Dictionary of Greek